καταχορηγέω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] ως [[χορηγός]]· γενικά, [[σκορπώ]] γενναιόδωρα, [[διασπαθίζω]], [[διασκορπίζω]], [[ξοδεύω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταχορηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ξοδεύω]] ως [[χορηγός]]· γενικά, [[σκορπώ]] γενναιόδωρα, [[διασπαθίζω]], [[διασκορπίζω]], [[ξοδεύω]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χορηγέω als choreeg bekostigen; uitbr. rijkelijk uitgeven:. ἄργυρος ἀφειδῶς καταχορηγηθείς met geld was overvloedig gesmeten Plut. Br. 38.6.
}}
}}