σχόμενος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[ἔχω]]· προστ. [[σχοῦ]].
|lsmtext='''σχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[ἔχω]]· προστ. [[σχοῦ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σχόμενος part. them. aor. med. van ἔχω.
}}
}}