περιχώομαι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιχώομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>περιχώσαντο</i>, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιχώομαι:''' γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ <i>περιχώσαντο</i>, Μέσ.· είμαι εξαιρετικά οργισμένος με, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιχώομαι [περιχέω] ep. aor. 3 sing. περιχώσατο, heel boos zijn.
}}
}}