συμπαραμένω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[παραμένω]] μαζί με κάποιον ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπαραμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[παραμένω]] μαζί με κάποιον ή [[ανάμεσα]] σε άλλους, με δοτ., σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραμένω, Att. ξυμπαραμένω, blijven bij, met dat.
}}
}}