πυρεῖον: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρεῖον:''' Ιων. -ήΐον, τό, [[κυρίως]] στον πληθ., κομμάτια από [[ξύλο]] που προστρίβονται το ένα με το [[άλλο]] για να ανάψουν [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''πῠρεῖον:''' Ιων. -ήΐον, τό, [[κυρίως]] στον πληθ., κομμάτια από [[ξύλο]] που προστρίβονται το ένα με το [[άλλο]] για να ανάψουν [[φωτιά]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πυρεῖον -ου, τό [πῦρ] meestal plur., dat wat dient om vuur te maken, i.h.b. (aanmaak)houtjes die men tegen elkaar wrijft.
}}
}}