ψιμυθιόω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψιμῠθιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ζωγραφίζω]], [[αλείφω]], «φτιασιδώνω», [[μακιγιάρω]] με [[λευκό]] μόλυβδο, τὸ [[πρόσωπον]], σε Πλούτ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>ἐψιμυθιῶσθαι</i>, σε Λυσ.
|lsmtext='''ψιμῠθιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ζωγραφίζω]], [[αλείφω]], «φτιασιδώνω», [[μακιγιάρω]] με [[λευκό]] μόλυβδο, τὸ [[πρόσωπον]], σε Πλούτ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>ἐψιμυθιῶσθαι</i>, σε Λυσ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψιμυθιόω [ψιμύθιον] met loodwit blanketten, lichte make-up aanbrengen (op).
}}
}}