συνδυστυχέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδυστῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω [[μερίδιο]] στη [[δυστυχία]] κάποιου, [[δυστυχώ]], [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
|lsmtext='''συνδυστῠχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, έχω [[μερίδιο]] στη [[δυστυχία]] κάποιου, [[δυστυχώ]], [[υποφέρω]] από κοινού με κάποιον, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδυστῠχέω:''' быть столь же несчастным, быть постигнутым тем же бедствием Eur., Isae.
}}
}}