μυρεψός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠρεψός:''' ὁ ([[μύρον]], [[ἕψω]]), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, [[αρωματοποιός]].
|lsmtext='''μῠρεψός:''' ὁ ([[μύρον]], [[ἕψω]]), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, [[αρωματοποιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρεψός:''' ὁ изготовляющий благовонные снадобья, парфюмер Arph., Plut.
}}
}}