πρόσωπον: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσωπον:''' τό, πληθ. <i>πρόσωπα</i>, Επικ. [[προσώπατα]], δοτ. [[προσώπασι]] (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[κυρίως]] στον πληθ., [[ακόμη]] και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος [[ἀφικέσθαι]], [[έρχομαι]] ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ [[πρόσωπον]], [[μπροστά]], με το [[πρόσωπο]] στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], σε Ξεν.· <i>λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., ἀρχομένου [[πρόσωπον]] ἔργου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμφάνιση]] κάποιου, όψη, [[φυσιογνωμία]], Λατ. [[vultus]] instantis tyranni, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> = [[προσωπεῖον]], [[προσωπίδα]], [[μάσκα]], σε Δημ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>[[πρόσωπο]], [[άνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· <i>προσώπῳ</i>, σε προσωπική [[παρουσία]], στο ίδ.
|lsmtext='''πρόσωπον:''' τό, πληθ. <i>πρόσωπα</i>, Επικ. [[προσώπατα]], δοτ. [[προσώπασι]] (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[κυρίως]] στον πληθ., [[ακόμη]] και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος [[ἀφικέσθαι]], [[έρχομαι]] ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ [[πρόσωπον]], [[μπροστά]], με το [[πρόσωπο]] στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], σε Ξεν.· <i>λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., ἀρχομένου [[πρόσωπον]] ἔργου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμφάνιση]] κάποιου, όψη, [[φυσιογνωμία]], Λατ. [[vultus]] instantis tyranni, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> = [[προσωπεῖον]], [[προσωπίδα]], [[μάσκα]], σε Δημ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>[[πρόσωπο]], [[άνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· <i>προσώπῳ</i>, σε προσωπική [[παρουσία]], στο ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσωπον -ου, τό [πρός, ὤψ] ep. plur. προσώπατα, dat. προσώπασι gezicht, uiterlijk; Hom. en poët. plur. ook voor een enkele persoon; χερσὶ δ ’ ἄμυσσε... καλὰ πρόσωπα met haar handen haalde zij haar fraaie gezicht open Il. 19.285; οὐ τὸ σὸν δείσας πρόσωπον zonder angst voor jouw uiterlijk Soph. OT 448; οὐδ ’ ἐς πρόσωπον Θησέως ἀφίξομαι ik zal Theseus niet onder ogen komen Eur. Hipp. 720; overdr. voorkant:; διδύμων προσώπων καλλιβλέφαρον φῶς het fraaie ooglicht van twee façades Eur. Ion 189; milit. front:. κατὰ πρόσωπον frontaal Thuc. 1.106.2; τὴν κατὰ πρόσωπον τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ἔχειν de voorste linie recht tegenover de vijandelijke slaglinie bezetten Xen. Cyr. 6.3.35. theatermasker (~ προσωπεῖον ); Aristot. Poët. 1449a36; personage (in toneelstuk); Cic. Att. 13.19.3; overdr. uiterlijke schijn:. τοὺς ἐν προσώπῳ καυχωμένους wie zich op uiterlijke schijn laat voorstaan NT 2 Cor. 5.12. persoon, persoonlijke aanwezigheid:. οὐ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων jij ziet niemand naar de ogen NT Mt. 22.16; οὐ λαμβάνεις πρόσωπόν (jij spreekt) zonder aanzien des persoons NT Luc. 20.21; ἀπορφανισθέντες ἀφ ’ ὑμῶν,... προσώπῳ οὐ καρδίᾳ van u verweesd, uit het oog, maar niet uit het hart NT 1 Thes. 2.17; τὴν κατὰ πρόσωπον ἔντευξιν de persoonlijke ontmoeting Plut. Caes. 17.8.
}}
}}