νεοθηλής: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοθηλής:''' ([[θάλλω]]), Δωρ. -θᾱλής, -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που άρχισε πρόσφατα να ανθίζει ή να βλασταίνει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, [[νεογέννητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσφατος]]· [[εὐφροσύνη]], σε Ομηρ. Ύμν.· νεοθηλὴς αὔξεται [[νικαφορία]], αναπτύσσεται με νεανική [[ακμή]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''νεοθηλής:''' ([[θάλλω]]), Δωρ. -θᾱλής, -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που άρχισε πρόσφατα να ανθίζει ή να βλασταίνει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, [[νεογέννητος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[πρόσφατος]]· [[εὐφροσύνη]], σε Ομηρ. Ύμν.· νεοθηλὴς αὔξεται [[νικαφορία]], αναπτύσσεται με νεανική [[ακμή]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοθηλής:''' [[θηλή]] недавно родившийся, новорожденный ([[μόσχος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> дор. [[νεοθαλής|νεοθᾱλής]] 2 [[θάλλω]]<br /><b class="num">1)</b> молодой, свежий ([[ποίη]] Hom.; [[ὕλη]] HH; [[στέφανος]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> девичий ([[αἰσχύνη]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> юношеский ([[εὐφροσύνη]] HH).
}}
}}