3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειριδωτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μανίκια]], κιθὼν [[χειριδωτός]], [[λέξη]] από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἐξωμίς]]. | |lsmtext='''χειριδωτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μανίκια]], κιθὼν [[χειριδωτός]], [[λέξη]] από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἐξωμίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρῑδωτός:''' [[χειρίς]] 2] имеющий рукава ([[κιθών]] Her.). | |||
}} | }} |