χειριδωτός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειριδωτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μανίκια]], κιθὼν [[χειριδωτός]], [[λέξη]] από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἐξωμίς]].
|lsmtext='''χειριδωτός:''' -όν, αυτός που έχει [[μανίκια]], κιθὼν [[χειριδωτός]], [[λέξη]] από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. [[ἐξωμίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειρῑδωτός:''' [[χειρίς]] 2] имеющий рукава ([[κιθών]] Her.).
}}
}}