μονόπεπλος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονόπεπλος:''' -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.
|lsmtext='''μονόπεπλος:''' -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονόπεπλος:''' одетый в один лишь пеплос (Δωρὶς ὡς [[κόρα]] Eur.).
}}
}}