διαρράπτω: Difference between revisions

nl
(9)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαρράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]] με [[ραφή]], [[συρράπτω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] συρράπτοντάς το στο [[σύνολο]].
|mltxt=[[διαρράπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]] με [[ραφή]], [[συρράπτω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]] [[κάτι]] συρράπτοντάς το στο [[σύνολο]].
}}
{{elnl
|elnltext=διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).
}}
}}