στῦλος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στῦλος:''' ὁ, [[κολόνα]], ως [[υποστήριγμα]] ή [[θεμέλιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''στῦλος:''' ὁ, [[κολόνα]], ως [[υποστήριγμα]] ή [[θεμέλιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''στῦλος:''' ὁ<b class="num">1)</b> столб, подпора, колонна (στέγης σ. Aesch.): στῦλοι [[πυρός]] NT огненные столпы;<br /><b class="num">2)</b> перен. устой, опора (δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὶ [[ἑδραίωμα]] NT);<br /><b class="num">3)</b> свая, брус (σ. [[στρογγύλος]] Polyb.).
}}
}}