διαρρώξ: Difference between revisions

nl
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.
}}
}}