πηγαῖος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηγαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πηγή]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πηγάδι]], πηγαῖον [[ῥέος]], [[νερό]] από την [[πηγή]], σε Αισχύλ.· πηγαῖον [[ἄχθος]], το [[βάρος]] ενός δοχείου με [[νερό]], σε Ευρ.· <i>πηγαῖαι κόραι</i>, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.
|lsmtext='''πηγαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πηγή]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πηγάδι]], πηγαῖον [[ῥέος]], [[νερό]] από την [[πηγή]], σε Αισχύλ.· πηγαῖον [[ἄχθος]], το [[βάρος]] ενός δοχείου με [[νερό]], σε Ευρ.· <i>πηγαῖαι κόραι</i>, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=πηγαῖος -α -ον [πηγή] van een bron, bron-.
}}
}}