ἐκκλησιαστής: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκλησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[μέλος]] της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκκλησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[μέλος]] της <i>ἐκκλησίας</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκλησιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).
}}
}}