3,274,919
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευᾰγωγός:''' -όν ([[σκεῦος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, κουβαλά [[αγαθά]] ή αποσκευές, <i>τὰ σκευαγωγά</i>, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] των αποσκευών, σε Ξεν. | |lsmtext='''σκευᾰγωγός:''' -όν ([[σκεῦος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει, κουβαλά [[αγαθά]] ή αποσκευές, <i>τὰ σκευαγωγά</i>, άμαξες μεταφοράς αποσκευών, σε Πλούτ.· δοχεία μεταφοράς, σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] των αποσκευών, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκευαγωγός -όν [σκεῦος, ἄγω] bagage vervoerend; subst. treinknecht, bagagedrager, kruier; Xen. Cyr. 8.5.4; n. bagagewagen. Plut. Pomp. 6.6. | |||
}} | }} |