ἀμοιρέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοιρέω:''' δεν έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀμοιρέω:''' δεν έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοιρέω:''' быть лишенным ([[χάριτος]] οὐδεμίας Plut.): αἰτίας ἀ. [[παντάπασιν]] Plut. быть ни в чем не повинным.
}}
}}