ἀνέρομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέρομαι:''' Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>, μέλ. <i>-ερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., [[ερωτώ]] κάποιον, [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀνέρομαι:''' Επικ. -είρομαι· αόρ. βʹ <i>-ηρόμην</i>, απαρ. <i>-ερέσθαι</i>, μέλ. <i>-ερήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. προσ., [[ερωτώ]] κάποιον, [[εξετάζω]], [[ανακρίνω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέρομαι:''' эп.-ион. [[ἀνείρομαι]] (рас)спрашивать (τινα Hom., Eur.; τι Hom. и περί τινος Plat.; τινά τι Hom., Eur., Plat.).
}}
}}