δημηγορικός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια [[αγόρευση]], [[επιτήδειος]] σε αυτή, σε Ξεν.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[δημηγορία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δημηγορικός:''' -ή, -όν, αυτός που αφορά στη δημόσια [[αγόρευση]], [[επιτήδειος]] σε αυτή, σε Ξεν.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[δημηγορία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δημηγορικός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к публичным выступлениям, ораторский ([[τέχνη]] Plat.; [[γένος]] λόγων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> владеющий ораторским искусством, умеющий публично выступать (sc. [[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}