ἀσπιδηφόρος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀσπῐδηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ασπίδα]], [[φέρασπις]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδηφόρος:''' щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; [[κῶμος]] Eur.).
}}
}}