3,277,121
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡμερόκοιτος:''' Δωρ. ἁμερ-, <i>-ον</i>, αυτός που κοιμάται κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[χαρακτηρισμός]] του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''ἡμερόκοιτος:''' Δωρ. ἁμερ-, <i>-ον</i>, αυτός που κοιμάται κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, [[χαρακτηρισμός]] του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμερόκοιτος:''' дор. [[ἁμερόκοιτος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> спящий днем, проводящий день во сне ([[ἀνήρ]] Hes. - о воре);<br /><b class="num">2)</b> умолкающий на день (βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων Eur.). | |||
}} | }} |