ἐξαγορεύω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰγορεύω:''' (ο αόρ. συμπληρώνεται από τον τύπο [[ἐξεῖπον]], ο μέλ. και ο παρακ. από τα [[ἐξερῶ]], [[ἐξείρηκα]]), [[εξιστορώ]], [[γνωστοποιώ]], [[διακηρύσσω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[προδίδω]] [[μυστικό]] ή [[αποκαλύπτω]] [[κάτι]] απόρρητο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξᾰγορεύω:''' (ο αόρ. συμπληρώνεται από τον τύπο [[ἐξεῖπον]], ο μέλ. και ο παρακ. από τα [[ἐξερῶ]], [[ἐξείρηκα]]), [[εξιστορώ]], [[γνωστοποιώ]], [[διακηρύσσω]], σε Ομήρ. Οδ.· [[προδίδω]] [[μυστικό]] ή [[αποκαλύπτω]] [[κάτι]] απόρρητο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰγορεύω:''' <b class="num">1)</b> рассказывать, объявлять, сообщать (ὃν [[γόνον]] Hom.; ἁμαρτίας [[αὑτοῦ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> разглашать, выдавать, открывать (οὐδὲν πρός τινα Her.; τὰ ἀπόρρητα Luc.; αἰτίας ἀπορρήτους περί τινος Plut.).
}}
}}