ἀποτορνεύω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποτορνεύω]] κ. -τορνῶ, -όω κ. -[[τορεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, [[στρογγυλεύω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επεξεργάζομαι]] με [[επιμέλεια]].
|mltxt=[[ἀποτορνεύω]] κ. -τορνῶ, -όω κ. -[[τορεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] στρογγυλό, όπως με τον τόρνο, [[στρογγυλεύω]]<br /><b>2.</b> (για λόγο) [[επεξεργάζομαι]] με [[επιμέλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτορνεύω:''' досл. обтачивать, перен. тщательно обрабатывать (ὀνόματα Plat., Plut.).
}}
}}