φιλοψυχέω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοψῡχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φιλόψυχος]]), [[αγαπώ]] τη [[ζωή]] μου, είμαι [[δειλός]] ή [[μικρόψυχος]], σε Τυρτ., Ευρ.
|lsmtext='''φῐλοψῡχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[φιλόψυχος]]), [[αγαπώ]] τη [[ζωή]] μου, είμαι [[δειλός]] ή [[μικρόψυχος]], σε Τυρτ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοψῡχέω:''' дорожить своей жизнью, цепляться за жизнь Eur., Plat., Dem., Plut.: [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς οὐ φιλοψυχήσαντες Lys. по доблести (своей) не пожалевшие отдать жизнь.
}}
}}