3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πότμος:''' ὁ (√<i>ΠΕΤ</i> του [[πίπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η [[τύχη]] κάποιου, [[μοίρα]]· [[συνήθως]] λέγεται για την κακή [[μοίρα]], το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον [[ἐφεῖναι]], ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον [[ἐπισπεῖν]], σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] τη [[σημασία]] του κακού, [[πότμος]] [[συγγενής]], τα [[φυσικά]] «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· <i>εὐτυχεῖ πότμῳ</i>, σε Αισχύλ.· [[πότμος]] [[ξυνήθης]] πατρός, η συνηθισμένη [[μοίρα]] του [[πατέρα]] μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα [[συχνά]] βραχεία, σε Τραγ.). | |lsmtext='''πότμος:''' ὁ (√<i>ΠΕΤ</i> του [[πίπτω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, η [[τύχη]] κάποιου, [[μοίρα]]· [[συνήθως]] λέγεται για την κακή [[μοίρα]], το θάνατο· λέγεται για το φονιά, πότμον [[ἐφεῖναι]], ή για αυτόν που έχει φονευτεί, πότμον [[ἐπισπεῖν]], σε Όμηρ.· επίσης σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] τη [[σημασία]] του κακού, [[πότμος]] [[συγγενής]], τα [[φυσικά]] «δώρα», χαρίσματα κάποιου, σε Πίνδ.· <i>εὐτυχεῖ πότμῳ</i>, σε Αισχύλ.· [[πότμος]] [[ξυνήθης]] πατρός, η συνηθισμένη [[μοίρα]] του [[πατέρα]] μου, σε Σοφ. (η παραλήγουσα [[συχνά]] βραχεία, σε Τραγ.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πότμος -ου, ὁ [~ πίπτω] doodslot:; ὃς δέ κεν... θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ al wie zijn dood en noodlot ontmoet Il. 15.495; αἴ κε... πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο als je jouw levenslot vervuld hebt Il. 4.170; post-hom. lot; εὐτυχεῖ πότμῳ met gunstig lot Aeschl. Pers. 709; π. βιότου levenslot Eur. IT 913; διοίσω πότμον ἄποτμον ik zal een ondraaglijk lot dragen Eur. Hipp. 1143; personif. ὁ Πότμος Lot. | |||
}} | }} |