ψίθυρος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψίθῠρος:''' [ῐ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., [[ψιθυριστικός]], [[συκοφαντικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ψίθυρος]], <i>ὁ</i>, = [[ψιθυριστής]], αυτός που ψιθυρίζει, [[συκοφάντης]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σούσουρο]], λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ψίθῠρος:''' [ῐ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., [[ψιθυριστικός]], [[συκοφαντικός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[ψίθυρος]], <i>ὁ</i>, = [[ψιθυριστής]], αυτός που ψιθυρίζει, [[συκοφάντης]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σούσουρο]], λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elnl
|elnltext=ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.
}}
}}