3,277,119
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφύλακτος:''' -ον (φῠλάσσω)·<br /><b class="num">I.</b> [[αφρούρητος]], μη φυλασσόμενος, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>φυλάσσομαι</i>), αφύλακτος, λέγεται για τη [[φύλαξη]] κάποιου, στον ίδ.· <i>ἀφύλακτον εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] με [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ.· <i>ἀφύλακτόν τινα λαμβάνειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον αφρούρητο, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀφύλακτον</i>, [[έλλειψη]] προφύλαξης, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να προφυλαχθεί, [[αναπόφευκτος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀφύλακτος:''' -ον (φῠλάσσω)·<br /><b class="num">I.</b> [[αφρούρητος]], μη φυλασσόμενος, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> (<i>φυλάσσομαι</i>), αφύλακτος, λέγεται για τη [[φύλαξη]] κάποιου, στον ίδ.· <i>ἀφύλακτον εὕδειν</i>, [[κοιμάμαι]] με [[ασφάλεια]], σε Αισχύλ.· <i>ἀφύλακτόν τινα λαμβάνειν</i>, [[συλλαμβάνω]] κάποιον αφρούρητο, σε Ξεν.· <i>τὸ ἀφύλακτον</i>, [[έλλειψη]] προφύλαξης, σε Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να προφυλαχθεί, [[αναπόφευκτος]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφύλακτος:''' (ῠ)<b class="num">1)</b> не охраняемый, незащищенный (ἡ ἑωυτῶν, sc. γῆ Her.; ἀ. καὶ [[ἄκλῃστος]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> неосторожный, неосмотрительный, беспечный, небдительный (στρατιῶται Thuc., Plut.; πρός τι Arst.): ἀφυλάκτῳ τινὶ ἐπιπεσέειν Her. напасть на кого-л. врасплох;<br /><b class="num">3)</b> от которого невозможно уберечься, неминуемый (τὸ [[πεπρωμένον]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> располагающий к беспечности (τὰ [[λίαν]] φανερά Arst.). | |||
}} | }} |