περιφράσσω: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[περιζώνω]] με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.
|lsmtext='''περιφράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[περιζώνω]] με φράκτη γύρω-γύρω, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιφράσσω:''' атт. [[περιφράττω]]<br /><b class="num">1)</b> обносить забором, огораживать (φρυγάνοις καὶ λίθοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> ограждать, защищать (ἑαυτόν Plat.).
}}
}}