στατικός: Difference between revisions

nl
(38)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στάση]], που προκαλεί [[στάση]], που προκαλεί [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν που αναφέρεται στην [[κίνηση]] ή στη [[μεταβολή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[στατική]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πλουμβαγινίδες]] και περιλαμβάνει περισσότερα από 120 είδη πολυετών ποωδών [[φυτών]], που απαντούν σε παραθαλάσσιες εκτάσεις τών εύκρατων περιοχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ακινησία]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ισορροπία]] δυνάμεων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κινητικό<br /><b>3.</b> (κοινων.-φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κοινωνικά φαινόμενα θεωρούμενα σε [[στάση]], σε [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δυναμικό]] («[[στατική]] [[μελέτη]] τών ηθικών αξιών»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της μηχανικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα που βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας υπό συνθήκες ισορροπίας και [[είναι]] [[σημαντικός]] για τον σχεδιασμό κτηρίων, γεφυρών, φραγμάτων, γερανών και άλλων συναφών μηχανικών διατάξεων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στατικό [[φαινόμενο]]»<br /><b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικού φαινομένου το οποίο δεν παρουσιάζει χρονικά καμία [[εξέλιξη]]<br />β) «[[στατική]] [[αίσθηση]]» ή «στατικό [[αίσθημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[αίσθηση]] του χώρου<br />γ) «[[στατική]] [[γραφή]]»<br /><b>(μηχανολ.)</b> η [[γραφοστατική]]<br />δ) «[[στατική]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] στην οποία τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα<br />ε) «[[στατική]] οικονομική [[ανάλυση]]» — η [[ανάλυση]] βάσει της οποίας προσδιορίζονται τα διάφορα οικονομικά μεγέθη [[χωρίς]] να ληφθεί υπ' όψιν ο [[παράγοντας]] [[χρόνος]]<br />στ) «[[στατική]] τών ρευστών»<br /><b>(μηχανολ.)</b> [[κλάδος]] της μηχανικής τών ρευστών που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας τών ρευστών<br />ζ) «χημική [[στατική]]»<br /><b>χημ.</b> η [[μελέτη]] τών συνθηκών ισορροπίας τών χημικών αντιδράσεων<br />η) «[[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> i) [[κλάδος]] που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ιδιοτήτων τών ηλεκτρικών φορτίων, όταν αυτά βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας, αλλ. [[ηλεκτροστατική]]<br />ii) όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων που αναπτύσσονται σε ένα [[σώμα]]<br />θ) «[[στατική]] ατμόσφαιρας» — η εξέταξη τών συνθηκών ισορροπίας της ατμόσφαιρας από [[άποψη]] [[μηχανική]] και [[θερμοδυναμική]]<br />ι) «εφαρμοσμένη [[στατική]]» — [[κλάδος]] της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει την [[ισορροπία]] τών φυσικών σωμάτων<br />ια) «[[στατική]] συγκριτική» — [[μέθοδος]] οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία η [[πορεία]] τών οικονομικών φαινομένων που βρίσκονται σε [[εξέλιξη]] περιγράφεται με αλληλοδιάδοχα στατικά [[πρότυπα]]<br />ιβ) «στατικό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] που υπολογίζεται σε ορισμένη χρονική [[στιγμή]]<br />ιγ) «[[στατικός]] [[ισολογισμός]]» — ο [[ισολογισμός]] που αποτελεί το όργανο καθορισμού της περιουσιακής θέσης της επιχείρησης, παρουσιάζοντας σε [[κάθε]] [[κλείσιμο]] τη [[μεταβολή]] τών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής μονάδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ουσίες) [[στυπτικός]] («κακοχυλότερα δὲ [[εἶναι]] τὰ [[ὀξέα]] και στατικώτερα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[ζύγισμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[στατική]]<br />η [[τέχνη]] της ζύγισης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀρχὴ [[στατική]]» — η θεωρητική [[άποψη]], η [[βάση]] για την [[έννοια]] της στάσης<br />β) «[[στατική]] [[ποίησις]]» — [[ποίηση]] στασίμων τραγωδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στατικώς</i> / <i>στατικῶς</i> ΝΑ, και <i>στατικά</i> Ν<br />με στατικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πείρα]] ως [[προς]] τη [[ζύγιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στατός]]. Η λ. με τις νεοελλ. σημ. της [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>statique</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[στατικός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στάση]], που προκαλεί [[στάση]], που προκαλεί [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] αυτόν που αναφέρεται στην [[κίνηση]] ή στη [[μεταβολή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[στατική]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πλουμβαγινίδες]] και περιλαμβάνει περισσότερα από 120 είδη πολυετών ποωδών [[φυτών]], που απαντούν σε παραθαλάσσιες εκτάσεις τών εύκρατων περιοχών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[ακινησία]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ισορροπία]] δυνάμεων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον κινητικό<br /><b>3.</b> (κοινων.-φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα κοινωνικά φαινόμενα θεωρούμενα σε [[στάση]], σε [[ακινησία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[δυναμικό]] («[[στατική]] [[μελέτη]] τών ηθικών αξιών»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>φυσ.</b> [[κλάδος]] της μηχανικής ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών δυνάμεων που ασκούνται σε σώματα που βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας υπό συνθήκες ισορροπίας και [[είναι]] [[σημαντικός]] για τον σχεδιασμό κτηρίων, γεφυρών, φραγμάτων, γερανών και άλλων συναφών μηχανικών διατάξεων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στατικό [[φαινόμενο]]»<br /><b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] φυσικού φαινομένου το οποίο δεν παρουσιάζει χρονικά καμία [[εξέλιξη]]<br />β) «[[στατική]] [[αίσθηση]]» ή «στατικό [[αίσθημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[αίσθηση]] του χώρου<br />γ) «[[στατική]] [[γραφή]]»<br /><b>(μηχανολ.)</b> η [[γραφοστατική]]<br />δ) «[[στατική]] [[οικονομία]]» — η [[οικονομία]] στην οποία τα βασικά οικονομικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα<br />ε) «[[στατική]] οικονομική [[ανάλυση]]» — η [[ανάλυση]] βάσει της οποίας προσδιορίζονται τα διάφορα οικονομικά μεγέθη [[χωρίς]] να ληφθεί υπ' όψιν ο [[παράγοντας]] [[χρόνος]]<br />στ) «[[στατική]] τών ρευστών»<br /><b>(μηχανολ.)</b> [[κλάδος]] της μηχανικής τών ρευστών που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας τών ρευστών<br />ζ) «χημική [[στατική]]»<br /><b>χημ.</b> η [[μελέτη]] τών συνθηκών ισορροπίας τών χημικών αντιδράσεων<br />η) «[[στατικός]] [[ηλεκτρισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> i) [[κλάδος]] που έχει ως [[αντικείμενο]] τη [[μελέτη]] τών ιδιοτήτων τών ηλεκτρικών φορτίων, όταν αυτά βρίσκονται σε [[κατάσταση]] ηρεμίας, αλλ. [[ηλεκτροστατική]]<br />ii) όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών ακίνητων ηλεκτρικών φορτίων που αναπτύσσονται σε ένα [[σώμα]]<br />θ) «[[στατική]] ατμόσφαιρας» — η εξέταξη τών συνθηκών ισορροπίας της ατμόσφαιρας από [[άποψη]] [[μηχανική]] και [[θερμοδυναμική]]<br />ι) «εφαρμοσμένη [[στατική]]» — [[κλάδος]] της εφαρμοσμένης μηχανικής που εξετάζει την [[ισορροπία]] τών φυσικών σωμάτων<br />ια) «[[στατική]] συγκριτική» — [[μέθοδος]] οικονομικής ανάλυσης, σύμφωνα με την οποία η [[πορεία]] τών οικονομικών φαινομένων που βρίσκονται σε [[εξέλιξη]] περιγράφεται με αλληλοδιάδοχα στατικά [[πρότυπα]]<br />ιβ) «στατικό [[κόστος]]» — το [[κόστος]] που υπολογίζεται σε ορισμένη χρονική [[στιγμή]]<br />ιγ) «[[στατικός]] [[ισολογισμός]]» — ο [[ισολογισμός]] που αποτελεί το όργανο καθορισμού της περιουσιακής θέσης της επιχείρησης, παρουσιάζοντας σε [[κάθε]] [[κλείσιμο]] τη [[μεταβολή]] τών περιουσιακών στοιχείων της οικονομικής μονάδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ουσίες) [[στυπτικός]] («κακοχυλότερα δὲ [[εἶναι]] τὰ [[ὀξέα]] και στατικώτερα», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[ζύγισμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[στατική]]<br />η [[τέχνη]] της ζύγισης<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀρχὴ [[στατική]]» — η θεωρητική [[άποψη]], η [[βάση]] για την [[έννοια]] της στάσης<br />β) «[[στατική]] [[ποίησις]]» — [[ποίηση]] στασίμων τραγωδίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στατικώς</i> / <i>στατικῶς</i> ΝΑ, και <i>στατικά</i> Ν<br />με στατικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πείρα]] ως [[προς]] τη [[ζύγιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στατός]]. Η λ. με τις νεοελλ. σημ. της [[είναι]] αντιδάνεια (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>statique</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=στατικός -ή -όν [στατός] tot stilstand brengend, alleen geneesk. constiperend. van het wegen, subst. ἡ στατική ( sc. τέχνη) de kunst van het wegen. ervaren in het wegen.
}}
}}