κεφάλαιος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφάλαιος:''' -α, -ον ([[κεφαλή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για το [[κεφάλι]]· μεταφ., όπως το Λατ. [[capitalis]], [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[κεφάλαιον]], <i>τό</i>, το [[κεφάλι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το κύριο ή βασικό [[σημείο]], η [[ουσία]] του ζητήματος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν κεφαλαίῳ</i> ή <i>ὡς ἐν. κ</i>., [[εἰπεῖν]], [[μιλώ]] συνοπτικά, περιληπτικά, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι ἀποδεῖξαι</i>, <i>περιλαβεῖν τι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για προσωπα, η [[κεφαλή]], ο [[αρχηγός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χρήματα, το κεφάλαιο, Λατ. [[caput]], αντίθ. προς τον τόκο, σε Πλάτ. κ.λπ.· το συνολικό [[άθροισμα]], σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[επιστέγασμα]], [[ολοκλήρωση]] ενός πράγματος, μέγιστη [[αδικία]], στον ίδ.· κ. ἐπιτιθέναι [[ἐπί]] τινι, Λατ. corollam imponere [[rei]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κεφάλαιος:''' -α, -ον ([[κεφαλή]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για το [[κεφάλι]]· μεταφ., όπως το Λατ. [[capitalis]], [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., [[κεφάλαιον]], <i>τό</i>, το [[κεφάλι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> το κύριο ή βασικό [[σημείο]], η [[ουσία]] του ζητήματος, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐν κεφαλαίῳ</i> ή <i>ὡς ἐν. κ</i>., [[εἰπεῖν]], [[μιλώ]] συνοπτικά, περιληπτικά, σε Ξεν. κ.λπ.· <i>ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι ἀποδεῖξαι</i>, <i>περιλαβεῖν τι</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για προσωπα, η [[κεφαλή]], ο [[αρχηγός]], σε Λουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χρήματα, το κεφάλαιο, Λατ. [[caput]], αντίθ. προς τον τόκο, σε Πλάτ. κ.λπ.· το συνολικό [[άθροισμα]], σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> [[επιστέγασμα]], [[ολοκλήρωση]] ενός πράγματος, μέγιστη [[αδικία]], στον ίδ.· κ. ἐπιτιθέναι [[ἐπί]] τινι, Λατ. corollam imponere [[rei]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφάλαιος -α -ον [κεφαλή] hoofd-, overdr. voornaamste.
}}
}}