ἀναπλέκω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περιστεφανώνω]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[πλέκω]] τα μαλλιά μου, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για τη [[σύνθεση]] στίχων, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., <i>ἀναπεπλεγμένος</i>, [[στενά]] συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναπλέκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[περιστεφανώνω]], σε Πίνδ. — Μέσ., [[πλέκω]] τα μαλλιά μου, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για τη [[σύνθεση]] στίχων, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., <i>ἀναπεπλεγμένος</i>, [[στενά]] συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπλέκω:''' <b class="num">1)</b> обвивать (ὅρμοις [[χέρας]] καὶ κεφαλάς Pind.);<br /><b class="num">2)</b> med. (sc. κόμην) заплетать себе волосы (οἱ παῖδες ἀναπλέκονται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. плести, сочинять (ῥυθμόν Anth.).
}}
}}