ἀγοραῖος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγοραῖος:''' [ᾰγ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[αγορά]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[Ἑρμῆς]] Ἀγοραῖος, ως [[προστάτης]] του εμπορίου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συχνάζει στην [[αγορά]] κ.λπ.· <i>ἀγοραῖοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που σουλατσάρουν άσκοπα στην [[αγορά]], οι αργόσχολοι, Λατ. circumforanei, [[subrostrani]], σε Ηρόδ.· κατ' [[επέκταση]], κοινοί άνθρωποι, όχλος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> γενικά, αυτός που ταιριάζει στην [[ἀγορά]], [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]] στη δημόσια [[αγόρευση]], [[ρητορεία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀγοραῖος]] (ενν. [[ἡμέρα]]), δικάσιμη [[ημέρα]], σε Στράβ., Κ.Δ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. [[ἀγοραίως]], με αγοραίο τρόπο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀγοραῖος:''' [ᾰγ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην [[αγορά]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[Ἑρμῆς]] Ἀγοραῖος, ως [[προστάτης]] του εμπορίου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συχνάζει στην [[αγορά]] κ.λπ.· <i>ἀγοραῖοι</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που σουλατσάρουν άσκοπα στην [[αγορά]], οι αργόσχολοι, Λατ. circumforanei, [[subrostrani]], σε Ηρόδ.· κατ' [[επέκταση]], κοινοί άνθρωποι, όχλος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> γενικά, αυτός που ταιριάζει στην [[ἀγορά]], [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]], [[ικανός]] στη δημόσια [[αγόρευση]], [[ρητορεία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἀγοραῖος]] (ενν. [[ἡμέρα]]), δικάσιμη [[ημέρα]], σε Στράβ., Κ.Δ.<br /><b class="num">3.</b> επίρρ. [[ἀγοραίως]], με αγοραίο τρόπο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγοραῖος:''' <b class="num">1)</b> покровительствующий народным собраниям ([[Ζεύς]] Her., Aesch., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий торговле ([[Ἑρμῆς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> рыночный, базарный ([[ὄχλος]] Xen., Plut.; [[δῆμος]] Arst.): [[ἀγοραῖα]] τέλη Arst. рыночные пошлины;<br /><b class="num">4)</b> площадной, грубый, вульгарный (σκώμματα Arph.; [[φιλία]] Arst.; ὀνόματα Luc.; λόγοι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> умеющий выступить в народном собрании или на суде: ἀ. καὶ [[πολιτικός]] Plut. опытный политический деятель; ἀνὴρ ἀ. Plut. искусный адвокат.
}}
}}