ὑψίκομος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], [[απέραντος]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
|lsmtext='''ὑψίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], [[απέραντος]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίκομος:''' высоколиственный, с высокой кроной ([[δρῦς]] Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.).
}}
}}