3,277,073
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], [[απέραντος]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ. | |lsmtext='''ὑψίκομος:''' -ον ([[κόμη]]), αυτός που έχει υψηλό [[φύλλωμα]], [[πανύψηλος]], [[απέραντος]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίκομος:''' высоколиственный, с высокой кроной ([[δρῦς]] Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.). | |||
}} | }} |