διεσθίω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>διέφᾰγον</i>, κατατρώω· <i>δ. τὴν [[μητέρα]]</i> (<i>βλ</i>. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, αόρ. βʹ <i>διέφᾰγον</i>, κατατρώω· <i>δ. τὴν [[μητέρα]]</i> (<i>βλ</i>. μήτραν), για τα νεογνά της οχιάς, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεσθίω:''' (fut. διέδομαι, aor. διέφᾰγον)<br /><b class="num">1)</b> проедать, разъедать (τι Her., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> пожирать, уничтожать (ὁ τὰ πάντα διεσθίων [[φθόνος]] Diog. L.).
}}
}}