προσυπάρχω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσυπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[υπάρχω]] [[επιπλέον]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν [[ἐμοί]], και [[επιπλέον]] [[ούτε]] να [[ταφώ]] μπορούσα, σε Δημ.
|lsmtext='''προσυπάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[υπάρχω]] [[επιπλέον]], οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν [[ἐμοί]], και [[επιπλέον]] [[ούτε]] να [[ταφώ]] μπορούσα, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσυπάρχω:''' быть еще в наличии: [[δεῖ]] καὶ τὴν τρίτην [[ἔτι]] π. Arst. необходимо, чтобы (кроме содержания и формы) существовало еще и нечто третье; προσυπάρχει [[ἐμοί]] Dem. мне также предстоит (приходится) еще.
}}
}}