ἀποσαλεύω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, [[αγκυροβολώ]] στ' ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''ἀποσᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, είμαι αραγμένος στ' ανοιχτά, [[αγκυροβολώ]] στ' ανοιχτά, σε Θουκ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσᾰλεύω:''' <b class="num">1)</b> стоять на рейде (Thuc.; ἐπ᾽ ἀγκύρας Dem., ἐπ᾽ ἀγκυρῶν [[πρόσω]] τῆς χώρας Plut. и ἀγκύρας Arst.);<br /><b class="num">2)</b> держаться вдали (τινός Plut.).
}}
}}