καλωστρόφος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλωστρόφος:''' ὁ, ([[στρέφω]]), αυτός που κατασκευάζει [[σχοινιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κᾰλωστρόφος:''' ὁ, ([[στρέφω]]), αυτός που κατασκευάζει [[σχοινιά]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.
}}
}}