ἐκναρκάω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ναρκώνομαι, [[μουδιάζω]] εντελώς, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, ναρκώνομαι, [[μουδιάζω]] εντελώς, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκναρκάω:''' цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).
}}
}}