ἁλωεινός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλωεινός:''' (ᾰ) используемый для молотьбы (ἵπποι Anth.).
}}
}}