πορνικός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''πορνικός:''' -ή, -όν ([[πόρνη]]), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην [[πόρνη]], πορνικὸν [[τέλος]], [[φόρος]] που πληρώνουν όσοι εξασκούν [[πορνεία]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''πορνικός:''' <b class="num">1)</b> развратный, распутный ([[λόγος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> налагаемый на публичные дома ([[τέλος]] Aeschin.).
}}
}}