3,274,873
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῆϊς:''' -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, [[εἰδέναι]]), αιτ. <i>νήϊδα</i>, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει [[εμπειρία]] σ' ένα [[ζήτημα]], [[άπειρος]], [[αδαής]]· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νῆϊς:''' -ϊδος, ὁ, ἡ (νη-, [[εἰδέναι]]), αιτ. <i>νήϊδα</i>, αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν έχει [[εμπειρία]] σ' ένα [[ζήτημα]], [[άπειρος]], [[αδαής]]· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῆϊς:''' ϊδος (ῐδ) adj. [νη- I + [[εἰδέναι]] несведущий, неопытный (ἀέθλων Hom.; Μουσέων Anth.). | |||
}} | }} |