φυλακτικός: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠλακτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προστατευτικός]], με γεν., σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, [[προσεκτικός]], σε Ξεν.· <i>φυλακτικὸς ἐγκλημάτων</i>, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), [[προφυλακτικός]], στον ίδ.
|lsmtext='''φῠλακτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[προστατευτικός]], με γεν., σε Αριστ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, [[προσεκτικός]], σε Ξεν.· <i>φυλακτικὸς ἐγκλημάτων</i>, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), [[προφυλακτικός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτικός:''' <b class="num">1)</b> сохраняющий, оберегающий (τινος Xen., Plat., Arst.): φ. τῶν ἐγκλημάτων Arst. помнящий жалобы или упреки, т. е. злопамятный;<br /><b class="num">2)</b> остерегающийся, осторожный Xen., Arst.: φ. περί τινα Plat. остерегающийся кого-л.
}}
}}