δεκτικός: Difference between revisions

nl
(8)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει [[κάτι]] («το [[πλοίο]] δεν [[είναι]] δεκτικό μεγάλου φορτίου»)<br /><b>2.</b> ο [[επιδεκτικός]], όποιος παρουσιάζει [[κλίση]], ικανότητες ή εχέγγυα για [[κάτι]] («[[δεκτικός]] εξελίξεως», «ἐπιστήμης... [[δεκτικός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκτης]] ή [[δεκτός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δεκτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει [[κάτι]] («το [[πλοίο]] δεν [[είναι]] δεκτικό μεγάλου φορτίου»)<br /><b>2.</b> ο [[επιδεκτικός]], όποιος παρουσιάζει [[κλίση]], ικανότητες ή εχέγγυα για [[κάτι]] («[[δεκτικός]] εξελίξεως», «ἐπιστήμης... [[δεκτικός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκτης]] ή [[δεκτός]].
}}
{{elnl
|elnltext=δεκτικός -ή -όν [δέχομαι] in staat of geschikt om ( iets, gen. ) te ontvangen, ontvankelijk voor, met gen.
}}
}}