διατρέω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διατρέω:''' μέλ. <i>-τρέσω</i>, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε [[φυγή]] με [[κάθε]] τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''διατρέω:''' μέλ. <i>-τρέσω</i>, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε [[φυγή]] με [[κάθε]] τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''διατρέω:''' (в страхе) разбегаться ([[Τρῶες]] διέτρεσαν [[ἄλλυδις]] [[ἄλλος]] Hom.): [[ἀπελθεῖν]] ποιεῖν τινας διατρέσαντες Plut. обратить кого-л. в паническое бегство.
}}
}}