ἐκχαυνόω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχαυνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, ξιπάζω, «[[παραφουσκώνω]]», κάνω κάποιον ματαιόδοξο και αλαζόνα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκχαυνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, ξιπάζω, «[[παραφουσκώνω]]», κάνω κάποιον ματαιόδοξο και αλαζόνα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκχαυνόω:''' досл. надувать, перен. делать надменным: ἐ. τινα λόγοις Eur. вскружить кому-л. голову речами.
}}
}}