ἐπεισπαίω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισπαίω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εισβάλλω]], <i>εἰς τὴν οἰκίαν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐπεισπαίω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εισβάλλω]], <i>εἰς τὴν οἰκίαν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισπαίω:''' врываться, вторгаться (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.) ἐπεισπαίσας Luc. ворвавшись.
}}
}}