προσμειδιάω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσμειδιάω:''' улыбаться, обращаться с улыбкой (τινι Plut., Luc.).
}}
}}