ἀλύπητος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλύπητος:''' -ον (λῡπέω),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλύπητος:''' -ον (λῡπέω),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλύπητος:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> не знающий горя, беспечальный ([[βίος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> освобождающий от печалей (γῆς [[βάθρον]] Soph. - v. l. [[ἀλάμπετος]]).
}}
}}